Η κοινωνική ένταξη των ασυνόδευτων ανήλικων

Γράφει ο κοινωνικός λειτουργός του Κοινωνικού και Κοινοτικού Σταθμού Ψυχικής Υγείας “Γέφυρες Ζωής” του ΣΟΨΥ Πάτρας, Λάμπρος Αραπάκος

 

Χιλιάδες ανήλικοι πρόσφυγές και  μετανάστες από τη Συρία, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, την Αίγυπτο, το Σουδάν, το Ιράκ, την Υεμένη και άλλες χώρες ζουν στην Ελλάδα χωρίς να συνοδεύονται από ενήλικα υπεύθυνο για τη φροντίδα τους. Πρόκειται για παιδιά και έφηβους που αναζητούν προστασία για να διαφύγουν τον πόλεμο, τις διώξεις, την αναγκαστική στρατολόγηση, τις συρράξεις και τις αναταραχές στις χώρες καταγωγής. Πολλά από τα παιδιά αυτά ταξιδεύουν μόνα ως λύση στις σοβαρές και παρατεταμένες καταστάσεις φτώχειας, στερήσεων και κακουχιών αναζητώντας ευκαιρίες για καλύτερο και ασφαλέστερο μέλλον με περισσότερες εκπαιδευτικές εμπειρίες. Αξίζει να σημειωθεί κάποια από τα ασυνόδευτα παιδιά είναι θύματα εμπορίας ανθρώπων που διακινούνται προς και εντός της Ευρώπης για εκμετάλλευση διαφόρων μορφών, συμπεριλαμβανομένων της πορνείας, της επαιτείας, της κλοπής της παραγωγής παιδικής πορνογραφίας, και της μικρό- εγκληματικότητας και άλλων μορφών εργασιακής εκμετάλλευσης.

Τον παρόν άρθρο εξετάζει τα στάδια, τις προϋποθέσεις, αλλά τα εμπόδια της κοινωνικής ένταξης των ασυνόδευτων ανήλικων ενώ παρουσιάζει  μια σειρά πρόσφατων σχετικών μελετών.

«Η κοινωνική ένταξη από ατομοκεντρική άποψη αναφέρεται στους τρόπους με τους όποιους το άτομο, με τις ιδιαιτερότητες του αποκτά συνείδηση της κοινωνίας και εντάσσεται σε διάφορες ομάδες. Από κοινωνιοκεντρική άποψη, ο όρος αναφέρεται στους κοινωνικούς μηχανισμούς και στις λειτουργίες διαμέσου των οποίων το άτομο συνδέεται  με τις κοινωνικές ομάδες και την κοινωνία» (Βασιλείου και Σταματάκης, 1992).

Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, (ισχύς από το 2009), όπως αναφέρεται στην Κανδυλάκη (2009), τα κράτη- μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάσισαν και δεσμεύτηκαν να υιοθετήσουν πολιτικές που στοχεύουν στην κοινωνική ένταξη. Η κοινωνική ένταξη θεωρήθηκε ως διττή διαδικασία αλληλεπίδρασης μεταξύ πλειονότητας και πολιτισμικά διαφερουσών ομάδων. Ο σεβασμός και η αποδοχή των πολιτισμικά διαφερόντων ομάδων προϋποθέτει και την αποδοχή και τον σεβασμό από την πλευρά τους των βασικών αξιών της ελευθερίας, της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των νόμων του κράτους. Η συνταγματική διασφάλιση της ανεξιθρησκίας συμπορεύεται με την αρχή της ισότητας των δύο φύλων και της προστασίας των ανηλίκων. Η ενίσχυση της απασχόλησης και η διασφάλιση  του δικαιώματος της εκπαίδευσης αποτελούν  κεντρικά κλειδιά για την κοινωνική ένταξη.

Ο Ζαϊμάκης (2011), τονίζει ότι η διαχείριση του μειονοτικού και μεταναστευτικού φαινομένου δεν μπορεί ν’ αντιμετωπίζεται με πολιτικές «απελάσεις» και τακτικές προάσπισης της διατήρησης μιας υποτιθέμενης εθνικής ομοιογένειας και καθαρότητας, ούτε με παρωχημένες πολιτικές πολιτισμικής αφομοίωσης αλλά με την κοινωνική ένταξη και την αποδοχή των μεταναστών και των μελών μειονοτήτων ως ισότιμων και ενεργών πολιτών, οι οποίοι αποτελούν πηγή δύναμης, τόσο οικονομική, όσο και πολιτισμική, αφού πάντοτε η συνύπαρξη αλλά και η διασταύρωση διαφορετικών πολιτισμών, γλωσσών και θρησκειών υπήρξαν πηγές εξέλιξης.

xr2

Στις έρευνες που πραγματοποιούνται στην Ελλάδα, παρατηρείται ότι ως πρωταρχικό κριτήριο ένταξης προβάλλεται το νομικό καθεστώς. Η αδυναμία απόκτησης άδειας παραμονής θεωρείται άμεσο πρόβλημα για την ένταξη του μετανάστη στην ελληνική κοινωνία. Ακολουθούν τα άλλα κριτήρια, όπως η σταθερή εργασία, η ικανοποίηση της ανάγκης στέγασης, η γνώση της ελληνικής γλώσσας, η οικογενειακή επανένωση, η εκπαίδευση και η παιδεία των παιδιών, η συναναστροφή με τους ντόπιους, το ενδιαφέρον για τη ζωή του τόπου, η ιδιότητα μέλους συλλόγου, η πρόσβαση στις υπηρεσίες. Σε άλλες χώρες, όπως στη Γαλλία, βασικό κριτήριο ένταξης των μεταναστών θεωρείται η γνώση της γλώσσας και η επιτυχής φοίτηση στο σχολείο. Το δεύτερο κριτήριο αφορά τους μελλοντικούς τους στόχους και πιο συγκεκριμένα, σε ποία χώρα σκοπεύουν να εγκατασταθούν, στη χώρα υποδοχής ή στη χώρα καταγωγής τους. Το τρίτο κριτήριο ένταξης αφορά στη δυνατότητα των μεταναστών να συνυπάρχουν και να συγχρωτίζονται  με τους ημεδαπούς. Βεβαίως, η συμμετοχή στην αγορά εργασίας έχει βαρύνουσα σημασία για την ένταξη των μεταναστών, δίνοντας προτεραιότητα στην καταπολέμηση των κοινωνικών διακρίσεων που παρατηρούνται εις βάρος τους στον τομέα αυτό (Προκοπάκης, 2010).

Σύμφωνα με τον Kohli (2011), σε περιπτώσεις εξαναγκασμένης μετανάστευσης, η πορεία ένταξης στη χώρα υποδοχής διέρχεται από διάφορα στάδια, όπως το στάδιο του  εγκλιματισμού κατά την άφιξη και της διαχείρισης του σοκ απέναντι στο καινούργιο, καθώς, είναι συχνό το φαινόμενο οι πρόσφυγες να καταφθάνουν σε χώρες, των οποίων δεν γνωρίζουν τη γλώσσα, τους νόμους και τα ήθη. Προκειμένου να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες και να αντιμετωπίσουν την καθημερινότητα τους, χρησιμοποιούν μεθόδους προσαρμογής όπως  π.χ. την εκμάθηση των τεχνικών στοιχείων της γλώσσας και των συνηθειών. Καθώς μαθαίνουν και χρησιμοποιούν επιτυχημένες στρατηγικές προσαρμογής, με την ελπίδα ανάκτησης ενός κανονικού τρόπου ζωής, οι νεαροί αιτούντες άσυλο λαμβάνουν μέρος σε επίσημα ή ανεπίσημα δίκτυα φροντίδας και υποστήριξης και μαθαίνουν να συμμετέχουν στις κοινωνίες υποδοχής, στο βαθμό που τους το επιτρέπει το νομικό καθεστώς τους.

Κατά τη διάρκεια μελέτης, που έλαβε χώρα στο Ηνωμένο Βασίλειο,  οι πρόσφυγες υποστήριξαν ότι ένας σημαντικός παράγοντας που τους έκανε να αισθάνονται ότι «βρίσκονται σπίτι» σε ένα τόπο ήταν η φιλική διάθεση των ανθρώπων που συναντούσαν σε καθημερινή βάση. Η φιλική διάθεση από την κοινότητα βοηθούσε σημαντικά τους πρόσφυγες να αισθάνονται πιο ασφαλείς και να τους πείσει ότι η παρουσία τους δεν ήταν μισητή. Αντίθετα, εχθρότητα που γινόταν αντιληπτή υπονόμευε άλλες επιτυχημένες πλευρές της ένταξης. Η έρευνα κατέδειξε ότι ένα πλήθος από κοινές δραστηριότητες συμπεριλαμβανομένων των αθλητικών δραστηριοτήτων, των πανεπιστημιακών μαθημάτων, της θρησκευτικής λατρείας, των κοινοτικών ομάδων και  της πολιτικής δραστηριότητας, έγιναν δεκτά ως δείγματα ένταξης. Η μη γνώση της αγγλικής γλώσσας  θεωρείται  εμπόδιο για την κοινωνική αλληλεπίδραση, την οικονομική ένταξη και την πλήρη συμμετοχή. Από την άλλη η ευρεία παροχή υπηρεσιών μετάφρασης και διερμηνείας έχει κατακριθεί ως ανασταλτικός παράγοντας εκμάθησης της γλώσσας και επομένως ένταξης.  Ωστόσο τα  στοιχεία της έρευνας έδειξαν ότι ως άνω υπηρεσίες διερμηνείας είναι καθοριστικές στα αρχικά στάδια της μετεγκατάστασης (Ager and Strang, 2008).

Για τους ασυνόδευτους ανήλικους η διαδικασία ένταξης μπορεί να είναι ιδιαίτερα αγχώδης γιατί δεν έχουν γονικές φιγούρες που να παρέχουν καθοδήγηση και προστασία από τους νέους παράγοντες άγχους και/ή τα  τραύματα. Επίσης, είναι δύσκολο για τα ασυνόδευτα παιδιά να δημιουργήσουν νέους δεσμούς, φιλίες και δίκτυα υποστήριξης στη χώρα υποδοχής καθώς πολλές φορές τοποθετούνται σε κέντρα με λίγες πιθανότητες σύναψης νέων σχέσεων, ενώ πολλά βιώνουν πολλές μετακομίσεις με νέες ρήξεις σε σχέσεις (Chase, 2013 όπως αναφέρεται στους Jensen et al., 2014).

xr3

Έρευνα των Miller et al., (2014), με δείγμα 22 κοινωνικών φροντιστών και 17 Αφγανούς ασυνόδευτους ανήλικους στην Αυστραλία κατέδειξε ότι η έγνοια των φροντιστών ήταν να επιτύχουν μια ισορροπία ανάμεσα στην πολιτισμική ασφάλεια των ασυνόδευτων ανήλικων και την ένταξή τους στο κοινωνικό πλαίσιο της Αυστραλίας, παρέχοντας στους ασυνόδευτους ανήλικους επαρκή ψυχολογική υποστήριξη και εκπαίδευση. Οι ασυνόδευτοι ανήλικοι αισθάνονταν ότι τα συμφέροντά τους εξυπηρετούνταν σε μεγάλο βαθμό,  αλλά ζήτησαν περισσότερες ευκαιρίες μόρφωσης, επαφής με τους Αυστραλούς και εκμάθησης ικανοτήτων διαβίωσης, ενώ εξέφρασαν την ανησυχία τους για την μετέπειτα ανεξάρτητη διαμονή τους ως ενήλικες πλέον. Η έρευνα αυτή παρουσιάζει τον όρο «πολιτισμικά ασφαλή φροντίδα», ο όποιος αναφέρεται σ’ ένα περιβάλλον φροντίδας που επικεντρώνεται στο να νιώθουν τα ασυνόδευτα παιδιά «πνευματικά, κοινωνικά, συναισθηματικά και σωματικά» ασφαλή. Αυτό το περιβάλλον παρέχει ένα χώρο, όπου τα ασυνόδευτα παιδιά αισθάνονται ότι «τους σέβονται και τους ακούνε», «ότι μπορούν να εκφράσουν την πολιτισμική τους ταυτότητα και ότι μπορούν να φέρουν ότι έχουν μάθει κατά τη διάρκεια της ζωής τους στην καθημερινότητά τους χωρίς υποβίβαση, απαξίωση, εξευτελισμό ή καταδίκη». Οι ασυνόδευτοι ανήλικοι θεωρούν ότι ο εγκλιματισμός τους, η γλωσσική εκπαίδευση και οι εκπαιδευτικές ευκαιρίες στην Αυστραλία ήταν ανεπαρκείς. Πολλοί αισθάνονταν ότι η ενηλικίωση ήταν ένα επιπρόσθετο εμπόδιο. Δεν βρίσκονταν πλέον υπό την φροντίδα των υπηρεσιών, είχαν λιγότερες ευκαιρίες συναναστροφής με Αυστραλούς, ήταν απομονωμένοι χωρίς δίπλωμα οδήγησης και δεν συμμετείχαν στις καθημερινές δραστηριότητες του γενικού πληθυσμού. Οι ασυνόδευτοι ανήλικοι ένιωθαν ότι δεν είχαν τα απαραίτητα προσόντα να επιβιώσουν ή τα μέσα να τα αποκτήσουν, κάτι που θα τους επέτρεπε να λειτουργήσουν πλήρως στη νέα κοινωνία.

Μια εκτενής έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο (Wade et. al., 2005) σχετικά με τις κοινωνικές υπηρεσίες που παρέχονται στους ασυνόδευτους ανήλικους υποδεικνύει ότι τα παιδιά που αιτούνται άσυλο εντάσσονται όταν έχουν:

  • Ένα ασφαλές και υποστηρικτικό περιβάλλον για να ζήσουν.
  • Τις συνήθειες και την κουλτούρα τους και παράλληλα έχουν ευκαιρίες δημιουργίας νέων συνηθειών και σχέσεων.
  • Πρόσβαση σε στοχευόμενη παιδεία και εκπαίδευση.
  • Ευκαιρίες να προχωρήσουν πέρα από τραυματικές εμπειρίες, να επικεντρωθούν και πάλι στη ζωή τους και να θέσουν νέους στόχους στην καθημερινότητα και δραστηριότητές του.

Η ίδια έρευνα έδειξε ότι ασυνόδευτοι ανήλικοι έχουν μεγαλύτερα ποσοστά συμμετοχής στην ανώτατη εκπαίδευση η οποία, όπως υποστηρίζουν, παρέχει μια σημαντική δίοδο για κοινωνική ένταξη, μπορεί να διευρύνει τα κοινωνικά τους δίκτυα και να μειώσει την αίσθηση του ξεριζωμού (Wade et al., 2005).

Τέλος, χρέος όλων είναι να κατανοήσουμε  ότι οι ασυνόδευτοι ανήλικοι είναι μια ιδιαίτερη ευάλωτη ομάδα και  να συμβάλλουμε στην κοινωνική τους ένταξη με στόχο την προστασία, την ενδυνάμωση και την προστασία τους. Να νιώσουμε την ομορφιά της συνύπαρξης  μέσα από τη διασταύρωση διαφορετικών πολιτισμών, γλωσσών και θρησκειών.

 

Διαβάστε επίσης: “Η ψυχική υγεία των ασυνόδευτων παιδιών” εδώ 

Φωτογραφίες εδώ

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΞΕΝΗ

 

  1. Ager A. Strang A. (2008) Understanding Integration: A Conceptual Framework. Journal of Refugee Studies. Oxford University Press. 21 (2): 170- 180.
  1. Jensen T. Skårdalsmo E. Fjermestad K. (2014) Development of mental health problems – a follow-up study of unaccompanied refugee minors. Child and Adolescent Psychiatry and Mental Health 8 (29): 3- 15.
  2. Kohli R. (2011) Working to ensure safety, belonging and success for unaccompanied asylum-seeking children. Child Abuse Review 20: 311–323.
  3. Miller K. Irizarry C. Bowden M. (2013) Providing culturally safe care in the best interests of unaccompanied humanitarian minors. Journal of Family Studies 19(3): 276-284.
  4. Wade J. Mitchell F. & Baylis G. (2005) Unaccompanied Asylum Seeking Children: The response of social work services. British Association for Adoption & Fostering, London.

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ

 

  1. Βασιλείου Θ. Α. Σταματάκης Ν. (1992) Λεξικό του Ανθρώπου. Εκδόσεις Gutenberg. Αθήνα.
  2. Ζαϊμάκης Γ. (2011) Κοινοτική εργασία και τοπικές κοινωνίες. Ανάπτυξη, συλλογική δράση, πολυπολιτισμικότητα. Εκδόσεις Πλέθρον. Αθήνα.
  3. Κανδυλάκη Α. (2009) Κοινωνική εργασία σε πολυπολιτισμικό περιβάλλον. Εκδόσεις Τόπος. Αθήνα.
  4. Προκοπάκης Ε. (2010) Μετανάστευση και στρατηγικές κοινωνικής ένταξης στον αστικό χώρο: Η περίπτωση της πόλης του Ηρακλείου. Διδακτορική διατριβή. Κοινωνιολογία Πανεπιστημίου Κρήτης. Διαθέσιμο στο http://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/29079
Μετάβαση στο περιεχόμενο