Η ΑΝΑΠΗΡΙΑ ΜΟΥ, Η “ΦΥΛΑΚΗ” ΜΟΥ

Η 3η Δεκεμβρίου έχει καθιερωθεί από τον ΟΗΕ ως Παγκόσμια Ημέρα Ατόμων με Αναπηρία (ΑμεΑ).Το πώς αντιμετωπίζονται τα άτομα με αναπηρίες είναι ένδειξη του πολιτισμού και της ανθρωπιάς μιας κοινωνίας.

Παρακάτω παρατίθεται κείμενο που συντάθηκε από μέλος του ΣΟΨΥ Πάτρας σχετικά με την περίοδο νοσηλείας του σε ψυχιατρείο. Υπογραμμίζοντας τις δυσκολίες που καλούνται να αντιμετωπίσουν, κατά την περίοδο εγκλεισμού καθώς και την απουσία δικαιωμάτων.΄΄

Θα διηγηθώ την ιστορία μου, ώστε να δείξω πως υπάρχει κάτι σάπιο στο βασίλειο της δημοκρατίας ΄΄

Νοσηλεύτηκα δυο φορές με εισαγγελική παραγγελία σε ψυχιατρείο. Ήμουν στο κλειστό, το σιδερόφρακτο, το τριώροφο σε μεικτή κλινική. Ήμασταν περίπου 20-25 άτομα, είχαν δωμάτια μόνο με γυναίκες και δωμάτια μόνο με άντρες. Το πρόβλημα σε αυτό παρουσιαζόταν όταν έπρεπε κάθε δυο μέρες να κάνουμε μπάνιο. Θυμάμαι μας συγκέντρωναν όλους μαζί άνδρες και γυναίκες στο βάθος του διαδρόμου και στην συνέχεια μας υποχρέωναν να γδυνόμαστε, τσίτσιδοι! Τα πετούσαμε αριστερά στην άκρη . Τα γυμνά σώματα μας ήταν δίπλα -διπλά. Στην συνέχεια μας τοποθετούσαν 3-3 στις ντουζιέρες, κάτι τούρκικες παλιές. Εκεί ξεκινούσε… ένας νοσοκόμος κρατούσε στο δεξί του χέρι ένα λάστιχο με ζεστό νερό και με το αριστερό του ένα σαμπουάν. Μας πετούσε νερό και σαμπουάν και φώναζε, ΄΄ τριφτείτε καλά ΄΄. Όταν έκρινε ότι είχαμε ξεπλυθεί μας έβγαζε και τους τρεις. Κάτω στο πάτωμα ήταν παλιά λευκά σεντόνια για να μη γλιστράμε. Αριστερά από την πόρτα με τις ντουζιέρες ήταν η πόρτα που οδηγούσε στην ιματιοθήκη. Εκεί σε μεγάλους πάγκους είχαν σωρούς από ρούχα, όπου κάθε σωρός ήταν ένα μέγεθος. Πετσέτες δεν είχαμε, τα παλιά σεντόνια έκαναν όλοι την δουλειά. Μετά το ντύσιμο ακολουθούσε το χτένισμα. Όλοι με την σειρά περιμέναμε την χτένα που μετά τοποθετούσαμε σχεδόν μηχανικά σε ένα ράφι.

Μια φορά θυμάμαι ζήτησα να κρατήσω τα ρούχα μου και να τα πλύνω εγώ, μου απάντησαν αυστηρά πως πήρα ρούχα και πως τα παλιά, τα δικά μου θα έπρεπε να τα πάρουν άλλοι, δεν ήταν δικαίωμα μου λένε. Εκείνη την περίοδο της ζωής μου ήμουν δόκιμη μοναχή, κανένας δεν ήξερε το όνομα μου, όλοι με φώναζαν καλόγρια.

Μια από τις μέρες της διαμονής μου εκεί, ζήτησα αν είναι δυνατό να κάνουμε χωριστά μπάνιο άντρες με γυναίκες, η απάντηση ήταν ΄΄ καλόγρια εδώ υπάρχει μια τάξη, η κλινική έχει μια σειρά΄΄ . Εγώ τάξη δεν έβλεπα…..συλλογίζομαι.

Ένα πρωί μια γυναίκα με διάφανο από τούλι φόρεμα, χωρίς εσώρουχο περπατούσε πέρα δώθε, πίσω της μικρά περιττώματα αφήνονταν κατά μήκος του διαδρόμου και όμως κάνεις δεν πήγε να βοηθήσει. Δύσκολες μέρες, ανάμεσα τους θυμάμαι το ψυχίατρο να μου προτείνει την μετάβαση μου σε διαμέρισμα, δεν δέχθηκα ήθελα το σπίτι μου. Αφού έκριναν πως γινόταν να ζήσω μόνη μου, γιατί δεν με άφηναν να κάνω μόνη μου μπάνιο.

Πολλά γινόταν εκεί, το τσιγάρο ήταν πάντα ο φίλος μου, είχα πάρει μια μεγάλη τσάντα και την είχα αφήσει στο γραφείο των νοσοκόμων. Συχνά πυκνά περνούσα και ζητούσα, ένας από εκείνους με αποκαλούσε ζητιάνα για τα ίδια μου τα τσιγάρα. Μια φορά περπατούσαμε μαζί στο διάδρομο, έπιασε την ρώγα του δεξιού μου μαστού. ΄΄Δεν με λυπάστε ρώτησα ΄΄ απάντηση δεν πήρα.

Όταν έφευγα μου ευχήθηκε ΄΄στο κάλο να μας ξαναέρθεις΄΄ πήρα την σακούλα με τα τσιγάρα μου και εξαφανίστηκα. Κάπνιζα για έναν μήνα.

Α.Μ

Μετάβαση στο περιεχόμενο