Δεδομένα βάσει των παρεχόμενων υπηρεσιών του Συλλόγου για την Ψυχική Υγεία- ΣΟΨΥ Πάτρας, για το έτος 2022: Ποσοτική απεικόνιση των επικρατέστερων ψυχικών διαταραχών.

Γράφει ο Παξινός Θεόδωρος, Ψυχολόγος, Επιστημ. Υπεύθυνος Κέντρου Ημερήσιας Φροντίδας Ψυχικά Πασχόντων.

Ψυχική Υγεία VS Ψυχική Ασθένεια

Η υγεία είναι μια κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι απλώς η απουσία ασθένειας ή αναπηρίας», σύμφωνα με το καταστατικό του Π.Ο.Υ. Βάσει του ορισμού αυτού, γίνεται κατανοητό, ότι όπως και η υγεία γενικά, έτσι και η ψυχική υγεία ειδικότερα, περιλαμβάνει περισσότερα από την απλή απουσία ψυχικών διαταραχών ή αναπηριών. Η ψυχική υγεία είναι μια κατάσταση ευημερίας, στην οποία ένα άτομο συνειδητοποιεί τις δικές του ικανότητες, μπορεί, να ανταπεξέλθει στις φυσιολογικές πιέσεις της ζωής, μπορεί να εργάζεται παραγωγικά και να είναι σε θέση, να συνεισφέρει στην κοινότητά του. Η ψυχική υγεία αποτελείται από τα εξής κύρια στοιχεία: τη θετική εικόνα του εαυτού, τη δυνατότητα του ατόμου να αυτoπροσδιορίζεται, την αίσθηση ότι είναι αποτελεσματικό και ότι διαθέτει αυτοέλεγχο, την αισιοδοξία, τη δυνατότητα να ανταποκρίνεται θετικά στα προβλήματα της ζωής και να μπορεί να ζητάει βοήθεια ή υποστήριξη, όταν τη χρειάζεται, καθώς και να προσφέρει όταν του ζητείται[1].

Η έννοια της ψυχικής ασθένειας έχει αποκτήσει στις μέρες μας μια υπεραφθονία σημασιών, υπάρχουν αρκετές αντικρουόμενες απόψεις, γεγονός που προκαλεί σύγχυση. Έτσι, μπορεί ταυτόχρονα αυτή να σημαίνει βιολογική βλάβη του οργανισμού, ψυχολογική διαταραχή ή ακόμη και σύμπτωμα υπέρ-υγείας. Ανεξάρτητα όμως από την αιτιολογία της, η ψυχική ασθένεια θεωρείται εξαρχής μια λειτουργική ατέλεια, η οποία αντανακλάται κυρίως στους ψυχικούς μηχανισμούς και αποκλίνει σαφώς από τις νόρμες, που επιβάλει η τρέχουσα αντίληψη της ευρύτερης κοινωνικής πολιτιστικής ομάδας για τις νόρμες συμπεριφοράς. Όπως αναφέρουν οι Ζήσης και Στυλιανίδης (2004), ένας από τους πιο κοινώς αποδεκτός ορισμός είναι ο Βρετανικός Κυβερνητικός, που αναφέρει, ότι η ψυχική υγεία είναι «η συναισθηματική και η διανοητική εκείνη κατάσταση, που επιτρέπει στα άτομα, να χαίρονται τη ζωή και να αντεπεξέρχονται στις απογοητεύσεις αλλά και στις δύσκολες συνθήκες. Είναι το θετικό συναίσθημα της ψυχολογικής ευεξίας και της πίστης μας στη δική μας αξία, αλλά και των άλλων».

Αξίζει να σημειωθεί, ότι τόσο η ψυχική υγεία όσο και η ψυχική ασθένεια είναι έννοιες πολυδιάστατες, αφαιρετικές με υποκειμενικά χαρακτηριστικά που επικαλύπτονται ενώ ταυτόχρονα διαφοροποιούνται και επομένως είναι δύσκολο να προσδιοριστούν σε έναν καθολικά αποδεκτό ορισμό. Αυτό όμως που είναι μια παραδοχή είναι ότι οι ψυχικές ασθένειες δεν έχουν οικονομικά, μορφωτικά και κοινωνικά κριτήρια, καθώς πλήττουν όλες τις πληθυσμιακές ομάδες. Επιπρόσθετα, ο αριθμός των ατόμων που νοσούν, στον ενήλικο πληθυσμό, αγγίζει συνολικά το 10%, ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο, εκτιμάται ότι, το 20~25%του πληθυσμού θα νοσήσει από κάποια ψυχική ασθένεια έστω και μια φορά στη ζωή του[2]

 Διεθνή και Ελληνικά επιδημιολογικά στοιχεία

Οι ψυχικές ασθένειες, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και τη διεθνή βιβλιογραφία, αποτελούν έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες εκδήλωσης αναπηρίας στον γενικό πληθυσμό. Παρουσιάζουν σημαντική συχνότητα εμφάνισης το οποίο αποτυπώνεται και στα ακόλουθα ποσοστά επιπολασμού. Ενδεικτικά,  για τα δεδομένα της Ευρώπης, το ποσοστό φαίνεται να προσεγγίζει το 8.75% ενώ για τις ΗΠΑ το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 12.5% της συνολικά εμφανιζόμενης αναπηρίας[3]. Η έναρξη των ψυχικών ασθενειών η οποία εδράζεται συνήθως στην παιδική ηλικία ή τη νεαρή ενήλικη ζωή, φαίνεται να συνιστά έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες συνολικής επιβάρυνσης του ατόμου, καθώς η πορεία της ψυχικής ασθένειας φαίνεται να ακολουθεί αρκετά συχνά το άτομο για ολόκληρη τη ζωή του.

Η ψυχική νόσος εμφανίζει σε μεγάλο ποσοστό συννοσηρότητα με άλλες παθήσεις, γεγονός που μας κάνει να αναλογιστούμε την πολλαπλή επιβάρυνση που ενδέχεται να βιώνει το άτομο. Οι ψυχικές διαταραχές συναντώνται παγκόσμια, ωστόσο, τα ποσοστά εμφάνισής τους μοιάζει να διαφοροποιούνται αλλά και να επηρεάζονται από τις υπάρχουσες συνθήκες που επικρατούν σε κάθε κοινωνία. Για παράδειγμα, αξίζει να υπογραμμιστεί ότι οι συμπεριφορές αυτοπροκαλούμενου τραυματισμού και η αυτοκτονικότητα παρουσιάζουν αυξητική τάση μεταξύ των εφήβων και των ενηλίκων ηλικίας κάτω των 35 ετών.  Παράλληλα το ποσοστό θανάτων λόγω ψυχικής νόσου φαίνεται να έχει αυξηθεί ως ποσοστό των συνολικών θανάτων κατά τα τελευταία χρόνια[4]. Γενικότερα, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι περίπου το 17% του πληθυσμού πάσχει από ηπιότερες αλλά συχνές ψυχικές διαταραχές αγχώδους και καταθλιπτικού τύπου, ενώ το 25% των ασθενών της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας χρειάζεται κάποια μορφή ψυχιατρικής φροντίδας[5]. Παρόμοιο επίσης ποσοστό παιδιών φαίνεται να εμφανίζει κάποιο θέμα ψυχικής υγείας και να χρήζει υποστήριξης από ειδικούς ψυχικής υγείας[6].

Τα δεδομένα από τον ελληνικό χώρο είναι ελλιπή, ωστόσο υπάρχουν επιδημιολογικά στοιχεία για τον επιπολασμό των ψυχικών παθήσεων του πληθυσμού από έρευνα του 2010. Σύμφωνα με τα εν λόγω ευρήματα, το 14%, πάσχει από κάποια «κοινή» ψυχική διαταραχή, συνήθως κατάθλιψη ή αγχώδη διαταραχή, το 7% φαίνεται να αντιμετωπίζει αρκετά σοβαρή ψυχική διαταραχή για την οποία απαιτείται θεραπευτική παρέμβαση. Ωστόσο, μόνο το 25% των πασχόντων έχει συνεργασία με ψυχίατρο προκειμένου να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του. Επιμέρους, στοιχεία σύμφωνα με την έρευνα, αποτυπώνουν ότι η συχνότητα της κατάθλιψης στους άνεργους και τους συνταξιούχους ήταν υπερδιπλάσια από τους εργαζόμενους (5,4% προς 2,2%), η συχνότητα ψυχικών διαταραχών στα άτομα με σοβαρές οικονομικές δυσκολίες είναι περισσότερο από επτά φορές μεγαλύτερη από τα άτομα χωρίς οικονομικές δυσκολίες (22% προς 3%), με την κατάθλιψη ειδικότερα να είναι 11 φορές συχνότερη στους τελευταίους (11,45% προς 1,05%). Όσον αφορά αυτοκαταστροφικές και αυτοκτονικές συμπεριφορές, προέκυψε ότι οι άνεργοι εμφάνιζαν υπερτριπλάσια συχνότητα σε σχέση με τους εργαζόμενους (10% προς 3%), ενώ τα άτομα με σοβαρές οικονομικές δυσκολίες μεγαλύτερη από έξι φορές συχνότητα σε σχέση με τα άτομα χωρίς οικονομικές δυσκολίες (13% προς 2%)[7].

Για το έτος 2019, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Μελέτης Παγκόσμιας Επιβάρυνσης ασθενειών για την Ελλάδα, το 17,7% του πληθυσμού αντιμετώπισε ζητήματα ψυχικής υγείας που σχετίζονται με κάποια ψυχική νόσο ή έκαναν χρήση ουσιών. Οι περιπτώσεις αυτές αναφέρονται στην ψύχωση, στην κατάθλιψη, στις αγχώδεις διαταραχές, καθώς και στην κατάχρηση αλκοόλ και φαρμάκων[8].         

Ετήσια δεδομένα βάσει των παρεχόμενων υπηρεσιών ψυχικής υγείας του ΣΟΨΥ Πάτρας

Σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα, βάσει των 504 νέων αιτημάτων για το έτος 2022, που κλήθηκε να διαχειριστεί ο Σύλλογος για την Ψυχική Υγεία-ΣΟΨΥ Πάτρας, προκύπτουν τα ακόλουθα:

Τα 504 νέα αιτήματα για παροχή υπηρεσιών ψυχικής υγείας αφορούσαν νέους ωφελούμενους υπηρεσιών ψυχικής υγείας γενικού πληθυσμού (τοπική κοινότητα). Το 70% αυτών προέρχονταν από το γυναικείο φύλο, η συντριπτική τους πλειοψηφία αναζητούσε για πρώτη φορά συνεργασία με ειδικό ψυχικής υγείας (ψυχίατρο, ψυχολόγο, κοινωνικό λειτουργό) και κατά κύριο λόγο όσον αφορά την οικονομική τους κατάσταση προσδιορίζονται ως άνεργοι ή μη οικονομικά ενεργοί. Το 61% των αιτημάτων άνηκε στην ηλικιακή ομάδα των 18-28 ετών. Οι 264 εκ των 504 έλαβαν υπηρεσίες ψυχιατρικής υποστήριξης (αξιολόγηση, συνταγογράφηση φαρμακευτικής αγωγής και παρακολούθηση). Το 37% (186/504) έλαβαν και ψυχοθεραπευτική υποστήριξη βραχείας διάρκειας (μ.ο. 16 συνεδρίες κατά άτομο). Όσον αφορά στη συχνότητα εκδήλωσης ψυχικών νόσων, όπως αυτό αποτυπώνεται τόσο από τα αιτήματα αλλά και από τις υπηρεσίες που λαμβάνουν, διαπιστώνεται ότι οι συναισθηματικές διαταραχές, κυρίως η κατάθλιψη αλλά και οι αγχώδεις έχουν ποσοστά εκδήλωσης που συμφωνούν αρκετά με αυτά της ελληνικής και διεθνούς βιβλιογραφίας (21% και 22% αντίστοιχα), εντούτοις παρουσιάζουν μια αυξανόμενη τάση ύστερα από τις περιόδους οικονομικής κρίσης και την εμφάνιση της πανδημίας Covid-19. Αξίζει να σημειωθεί, ότι οι δυσκολίες ψυχικής υγείας που έχουν να κάνουν με διαταραχές στην προσωπικότητα (οριακή διαταραχή προσωπικότητας, ψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας, εξαρτημένη διαταραχή προσωπικότητας), παρουσιάζουν χαμηλότερη συχνότητα εκδήλωσης (2% ~5%), ωστόσο σίγουρα αποτελούν δείκτες που χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης και ερμηνείας.

Τα παραπάνω δεδομένα συνιστούν μια προσπάθεια για να κατανοήσουμε καλύτερα τα ψυχικά συμπτώματα που φαίνεται να οδήγησαν πολλά άτομα στην αναζήτηση βοήθειας από τον Σύλλογό μας. Με βάση αυτά, μπορούμε να σκεφτούμε και κατ’ επέκταση να προβληματιστούμε για τις μορφές που λαμβάνει η ψυχική δυσφορία των ανθρώπων – για άλλους είναι άγχος, για άλλους κατάθλιψη, για κάποιους είναι αυτοκαταστροφή και για μερικούς δυσλειτουργική προσωπικότητα. Σε κάθε περίπτωση, το αίτημα είναι κοινό: η ψυχική ανακούφιση. Ένα αίτημα που εκφράζει την αναγκαιότητα για μεγαλύτερη προσβασιμότητα του πληθυσμού σε υπηρεσίες και δομές ψυχοκοινωνικής υποστήριξης και φροντίδας. Ενώ παράλληλα, υποδεικνύει ότι ο σχεδιασμός και η εφαρμογή παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση της ψυχικής νόσου θα πρέπει να εστιάζει ουσιαστικά και με συνέχεια στην πρόληψη, την προαγωγή, τη διαφύλαξη και την αποκατάσταση της ψυχικής υγείας.


[1] Ζήση, Α, Στυλιανίδης, Σ (2004). Αγωγή και προαγωγή ψυχικής υγείας: Αποσαφηνίσεις και προοπτικές. Εγκέφαλος 41, (1). Ανακτήθηκε 15 Φεβρουαρίου, 2023, από http://www.encephalos.gr/41-1-03g.htm

[2] Πασματζή, Ε., Κουλιεράκης, Γ. & Γιαγλής, Γ. (2016). Αυτοστιγματισμός, αυτοεκτίμηση και αυτεπάρκεια των ψυχικά ασθενών. Ψυχιατρική. 27, (4), 243-252.

[3] Bertolote JM, Fleischmann A. Suicide and psychiatric diagnosis: a worldwide perspective. World Psychiatry. 2002 Oct;1(3):181–5.

[4] NIMH. Integrated care [Internet]. Available from: https://www.nimh.nih.gov/health/topics/integrated-care/index.shtml. 2017.

[5] World Health Organization. Mental health in primary care: illusion or inclusion? [Internet]. World Health Organization; 2018 [cited 2022 Jun 29]. Report No.: WHO/HIS/SDS/2018.38. Available from: https://apps.who.int/iris/handle/10665/326298.

[6] Merikangas KR, Nakamura EF, Kessler RC. Epidemiology of mental disorders in children and adolescents. Dialogues Clin Neurosci. 2009;11(1):7–20.

[7] Skapinakis P, Bellos S, Koupidis S, Grammatikopoulos I, Theodorakis PN, Mavreas V. Prevalence and sociodemographic associations of common mental disorders in a nationally representative sample of the general population of Greece. BMC Psychiatry. 2013 Jun 4,3, 163.

[8] Murray CJ, Abbafati C, Abbas KM, Abbasi M, Abbasi-Kangevari M, Abd-Allah F, et al. Five insights from the global burden of disease study 2019. The Lancet. 2020;396(10258):1135– 59.

Μετάβαση στο περιεχόμενο