ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Κείμενο της Μαυρόγιαννη Αγγελικής

Ήταν Άνοιξη του 1998. Βρέθηκα άνεργη. Τα χρέη στο μανάβη, τον φούρναρη, το μπακάλη μεγάλωναν. Στο περίπτερο χρωστούσα τα τσιγάρα. Το ενοίκιο έμεινε απλήρωτο. Ένα πρωί δεν είχα ούτε μια δραχμή. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και σκεφτόμουν με ποιόν τρόπο θα έβρισκα λίγα χρήματα. Άμεσα. «Αν ζητιάνευα στην εκκλησία;». Ήταν Παρασκευή. Το απόγευμα θα έψαλλαν τους χαιρετισμούς. Χρειαζόμουν κάτι να τους συγκινήσω, να τους πείσω να βάλουν το χέρι στην τσέπη. Έκοψα ένα κομμάτι χαρτί από ένα χαρτοκιβώτιο, πήρα έναν μαύρο μαρκαδόρο και έγραψα:

ΟΠΟΙΟΣ ΜΠΟΡΕΙ

ΑΣ ΑΦΗΣΕΙ ΚΑΤΙ,

ΟΠΟΙΟΣ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ

ΑΣ ΠΑΡΕΙ ΚΑΤΙ

Πήρα μια μεταλλική ψωμιέρα, φόρεσα μια μαύρη ζακέτα και μόλις χτύπησε η καμπάνα κάθισα σε ένα σκαλοπάτι. Σκέπασα το κεφάλι και το πρόσωπο μου με την ζακέτα να μην με αναγνωρίσουν και περίμενα. Έμενα στην Άνω Κυψέλη. Μετά από λίγο άκουσα τα πρώτα κέρματα να ηχούν. Τα λόγια του ιερέα και των ψαλτών. Ντράπηκα για την κατάσταση μου. Άρχισα να κλαίω. Αισθανόμουνα χάλια.

Κάποιοι μου έλεγαν να βγάλω την ζακέτα να δουν το πρόσωπο μου. Ένα κορίτσι είπε στον συνοδό της: «Εσύ που έλεγες δεν θα δώσεις ποτέ, να δω τώρα τι θα κάνεις.» «Θα δώσω» απάντησε ο νεαρός και μαζί με τα κέρματα που ηχούσαν το κορίτσι σχολίασε: «Κατά βάθος είσαι πολύ καλός. Για αυτό σε αγαπάω». Άκουγα και ήχους από κέρματα και χαρτονομίσματα που έπαιρναν. Κάποιες κυρίες φώναζαν: «Μην της παίρνεις τα λεφτά».  Μια ανδρική φωνή απάντησε: «Έχω ανάγκη. Άλλωστε εδώ γράφει Να πάρει όποιος χρειάζεται.».

Όταν τελείωσαν οι χαιρετισμοί μια ανδρική φωνή είπε: «Είμαι ο επίτροπος. Αυτά έχω, σου τα δίνω». Άκουσα πολλά κέρματα να πέφτουν. Όταν δεν άκουγα πια βήματα, σημάδι ότι έφυγαν  όλοι, ξεσκέπασα το κεφάλι μου, έχωσα βιαστικά την ψωμιέρα σε μια νάιλον σακούλα, μπήκα, προσκύνησα την εικόνα και με γοργά βήματα απομακρυνόμουν. Στο προαύλιο με περίμενε μια μεσήλικας ξανθιά κυρία. Προχωρούσε μπροστά από εμένα και με παρακαλούσε. Έλα στο σπίτι μου, μου είπε καθώς έτεινε το χέρι της με ένα χιλιάρικο. Πήρα το χαρτονόμισμα και εξαφανίστηκα στα γύρω στενά.

Την άλλη μέρα το πρωί πήγα στην εκκλησία μήπως μου βρουν δουλειά. Ο επίτροπος με συμβούλεψε «Φύγε Θα σε λιντσάρουν. Τους έγδυσες χθες το βράδυ.».  Του απάντησα ότι 14200 δραχμές περίπου μέτρησα σε κέρματα και 3 -4 χαρτονομίσματα των 50 δραχμών. Πήγα τα λεφτά στον σπιτονοικοκύρη μου να πληρώσω το μισό ενοίκιο. Με ρώτησε «Που τα βρήκες τόσα κέρματα; Έκλεψες εκκλησία;» Το επανέλαβα λίγες φορές χωρίς κλάματα και με λιγότερη επιτυχία. Ο φόβος μη με συλλάβουν για επαιτεία και ο εξευτελισμός  με σταμάτησε. Πολύ σύντομα βρήκα δουλειά σε διανομή φυλλαδίων και όλο αυτό ανήκει στο παρελθόν.

Μετάβαση στο περιεχόμενο