Ψυχαναλυτικές ερμηνείες στη ψύχωση

Γράφει ο ψυχίατρος του Κοινωνικού-Κοινοτικού Σταθμού Ψυχικής Υγείας “Γέφυρες Ζωής”  του Συλλόγου για τη Ψυχική Υγεία- ΣΟΨΥ Πάτρας, κ. Ιωάννης Ψυχογιάννης

 

Mολονότι το κεντρικό ερώτημα στο οποίο απαντά η κλινική ψυχοπαθολογία συνίσταται κατεξοχήν στο «τί;» της ανθρώπινης ψυχοπαθολογίας, κατ ’ αντιδιαστολή προς την αιτιοπαθογενετική ψυχοπαθολογία, που απαντά στο «γιατί;» και στην παθοφυσιολογική ψυχολογία , που απαντά στο «πώς» της ανάδυσης της ανθρώπινης ψυχοπαθολογίας, η συνεξέλιξή τους συνεπάγεται ότι υφίστανται αμοιβαίες αλληλεπιδράσεις, αλληλοπροσαρμογές και αλληλοδιορθώσεις. Πρόκειται για παράδειγμα του γνωστού αέναου – «ενάρετου κύκλου» της επιστημονικής έρευνας γενικώς.
Η ψυχαναλυτική προσέγγιση υπέστη τροποποιήσεις κατά τα χρόνια που ακολούθησαν την πρώτη διατύπωσή της από τον Freud. Υπάρχουν διάφορες  μεταφροϋδικές  προσθήκες και μεταθέσεις του αιτιολογικού βάρους. Άλλοι δίνουν έμφαση σε μια εγγενή αδυναμία του Εγώ να αδρανοποιήσει τις προεγωτικές επιθετικές/ σεξουαλικές ενορμήσεις, ενώ άλλοι επισημαίνουν το βασικό ρόλο που παίζουν οι διαταραγμένες  διαπροσωπικές σχέσεις του βρέφους με τη μητέρα του (παθογόνος μητρομέριμνα).

Οι απόψεις της διαταραγμένης ενδοοικογενειακής επικοινωνίας έχουν κοινό χαρακτηριστικό την υιοθέτηση των βασικών αρχών της θεωρίας της επικοινωνίας. Οι βασικότερες είναι οι ακόλουθες:

·  Η άποψη του διπλού δεσμού (Bateston). Βασικό στοιχείο της υπόθεσης αυτής είναι ότι εάν μεταξύ ενός παιδιού και της μητέρας του υφίσταται επικοινωνιακή σχέση χαρακτηριζόμενη από αντιφατικότητα και λογική ασυμβατότητα, τότε η επικοινωνία είναι παθογόνος (σχιζοφρενικογόνος). Π.χ., εάν η μητέρα (αμφιθυμική, αβέβαιη, αμφίβουλη και αντιφατική η ίδια) λέει στο παιδί «μην παίξεις», ενώ παράλληλα του δίνει τα παιγνίδια του, ή το επιδοκιμάζει για κάτι που έκανε και ταυτόχρονα είναι εξωλεκτικά απορριπτική, τότε το παιδί δεν ξέρει τι να κάνει και προκειμένου να αποφύγει την άλυτη σύγχυση που του προκαλούν τέτοια «διπλά» μηνύματα, συνήθως αποσύρεται. Η συνεχής έκθεση του παιδιού σε παρόμοιες αμφίσημες καταστάσεις (συναισθηματικές, συμπεριφορικές, προτιμήσεων κ.α.) το οδηγούν προοδευτικά σε εξωλογικούς τρόπους σκέψης και συμπεριφοράς, που επιδεινώνονται όταν αργότερα, εκτιθέμενο στα συνηθισμένα κοινωνικά ερεθίσματα, αδυνατεί να συμβιώσει με τους άλλους.

· Η άποψη των διασυζυγικών  σχέσεων (Lidz). Πρόκειται για την επικοινωνιακή εκείνη προσέγγιση, η οποία θεωρεί ότι βασικό ρόλο στην αιτιολογία της σχιζοφρένειας παίζουν οι διαταραγμένες σχέσεις των γονέων. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, δύο είναι οι πλέον παθογόνες μορφές διασυζυγικών σχέσεων. Το «σχισμικό ζεύγος» είναι η πρώτη μορφή η οποία χαρακτηρίζεται από συναισθηματική διάσταση των γονέων, στην οποία κυριαρχούν η δυσπιστία, η εχθρότητα και η αλληλοϋπονόμευση. Το παιδί γίνεται το μέσο με το οποίο ο κάθε γονέας προσπαθεί να κυριαρχήσει και να εξουδετερώσει τον άλλον. Έτσι, είτε κάποιος από τους δύο τελικά κυριαρχεί και υποκαθιστά τον άλλον στο ρόλο του παραμερίζοντας τον ή δεν κυριαρχεί κανένας από τους δύο, οπότε η οικογένεια μεταβάλλεται σε παλαίστρα συνεχούς, ανοιχτού και αποδιοργανωτικού αμοιβαίου αγώνα, στον οποίο επιτρέπονται  όλα ουσιαστικά τα χτυπήματα. Η δεύτερη μορφή είναι το «έκτροπο ζεύγος», που στην περίπτωση αυτή απουσιάζει η ανοιχτή σύγκρουση, υπάρχει όμως η ολοκληρωτική (δεσποτική) επικυριαρχία κάποιου από τους γονείς και η συνακόλουθη αλλοτρίωση της προσωπικότητας του άλλου.

· Η άποψη της ψευδοαμοιβαιότητας (Wynne και  Singer). Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η ενδοοικογενειακή επικοινωνία είναι αποστειρωμένη συναισθηματικά και χαρακτηρίζεται από την πλαστή, λεκτική κυρίως, αμοιβαία προσπάθεια να μην εκφράζεται το συναίσθημα και να μη συζητείται τίποτα ανοιχτά από αυτά που θα μπορούσαν ενδεχομένως να διασαλεύσουν την  ισορροπία της οικογένειας. Κυριαρχούν γενικά η επιφυλακτικότητα και η «παραχαραγμένη» συναίνεση.

· Η άποψη της έντονης συναισθηματικής έκφρασης και διαπλοκής  (expressed emotion). Έχει διαπιστωθεί ότι αρκετά συχνά το οικογενειακό περιβάλλον των σχιζοφρενών ασκεί έντονη κριτική, εκφράζει μεγάλη εχθρικότητα και παρεμβαίνει συνεχώς σε κάθε τι με το οποίο ασχολείται το νοσούν μέλος της οικογένειας. Έχει επίσης βρεθεί ότι οι σχιζοφρενείς που ζουν κάτω από παρόμοιες συνθήκες έχουν μεγάλη πιθανότητα να υποτροπιάσουν. Πράγματι, έχει υπολογιστεί ότι το 53% των αρρώστων που ζουν με οικογένειες στις οποίες υπάρχει έντονη συναισθηματική έκφραση υποτροπιάζουν, σε σύγκριση με το 23% των αρρώστων που ζουν κάτω από ενδοοικογενειακές συνθήκες χαμηλής και ήπιας συναισθηματικής έκφρασης.

Μετάβαση στο περιεχόμενο